-
1 ὀλιγωρία
A an esteeming lightly, contempt,ὑπό τε ὕβριος καὶ -ίης Hdt. 1.106
, cf. 6.137 ; ἐν ὀλιγωρίᾳ ποιεῖσθαι, = ὀλιγωρεῖν, Th.4.5 ;ἐς ὀλιγωρίαν τραπέσθαι τινός Id.2.52
;ὀ. πρός τι D.54.39
;περί τινος Plb. 11.9.2
, cf. Arist.Rh. 1378b10 ; : in pl., Isoc.7.51.2 neglect of duty, negligence, Decret. ap. D.18.74 ;διακεχυμέναι πρὸς -ίαν διατριβαί Eun.Hist.p.257
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγωρία
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский